νιτροτολουόλιο

νιτροτολουόλιο
το χημ. αζωτούχα αρωματική οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού τολουολίου, με τρία ισομερή, που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή χρωστικών υλών, ενώ το 2,4,6-τρινιτροτολουόλιο, γνωστό και ως ΤΝΤ ή τροτύλη, είναι ισχυρή εκρηκτική υλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrotoluene < νίτρ(ο)-* + τολουόλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”